- κογχυλιατης
- κογχυλιάτηςκογχῠλιάτης-ου adj. m носящий отпечатки раковин или содержащий окаменелые раковины
(λίθος Xen.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(λίθος Xen.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κογχυλιάτης — ο (Α κογχυλιάτης) ο κογχίτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κογχύλη + κατάλ. ιάτης, (πρβλ. λειμων ιάτης, πωγων ιάτης)] … Dictionary of Greek
κογχυλιάτης — κογχυλιά̱της , κογχυλιάτης masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κογχυλιάτης λίθος — Ασβεστολιθικό πέτρωμα θαλάσσιας φάσης το οποίο αποτελείται από κελύφη κυρίως μαλακίων (ελασματοβραγχίων και γαστεροπόδων), τα οποία έχουν συγκολληθεί ισχυρά με ορυκτή κόλλα ασβεστίτη. Η όψη του είναι πολύ πορώδης, ενώ, εξεταζόμενος μακροσκοπικά,… … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
τριαδικό ή τριάσιο — Γεωλογική περίοδος, η κατώτερη του μεσοζωικού αι. Τα κατώτερα όριά του με το πέρμιο, καθώς και τα ανώτερα με το ιουρασικό καθορίζονται με παλαιοντολογικά κριτήρια, εκτός από τις περιπτώσεις κατά τις οποίες η έναρξη της περιόδου σημειώνεται με την … Dictionary of Greek
κογχυλιάτου — κογχυλιά̱του , κογχυλιάτης masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)